Των Louise Story, Landon Thomas και Nelson Schwartz
Wall St. Helped to Mask Debt Fueling Europe's Crisis© New York Times, 15-2-2010
Μετάφραση από την Ομάδα του
PPOL.
Παρόμοιες πρακτικές της Wall Street με εκείνες που συνέβαλαν στη δημιουργία της κρίσης των ενυπόθηκων δανείων, φαίνεται πως επιδείνωσαν τη δημοσιονομική κρίση που συνταράσσει την Ελλάδα και υπονομεύει το ευρώ, παρέχοντας στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις διευκολύνσεις ώστε να αποκρύβουν το αυξανόμενο χρέος τους.
Ενώ η ανησυχία για την Ελλάδα συνεχίζει να αναστατώνει τις αγορές, αρχεία και συνεντεύξεις αποκαλύπτουν πως με τη βοήθεια της Wall Street, επί πάνω από μια δεκαετία η Ελλάδα συμμετείχε σε μια επιχείρηση παράκαμψης των ευρωπαϊκών κανονισμών για το έλλειμμα. Σε συνεργασία με την Γκόλντμαν Σακς, η Αθήνα κατόρθωσε να αποκρύψει από τους ελέγχους των Βρυξελλών δισεκατομμύρια ευρώ από τα ελλείμματά της.
Ακόμα κι όταν η κρίση έφτανε στο απόγειό της, οι τράπεζες αναζήτησαν τρόπους να βοηθήσουν την Ελλάδα να αναβάλει κι άλλο την αποπληρωμή των χρεών της. Σύμφωνα με δύο πρόσωπα που συμμετείχαν στη συνάντηση, στις αρχές Νοεμβρίου 2009, τρεις μήνες αφού η Ελλάδα είχε ήδη μπει στο επίκεντρο της παγκόσμιας δημοσιονομικής κρίσης, μια ομάδα της Γκόλντμαν Σακς έφτασε στην αρχαία πόλη με μια πολύ «μοντέρνα» προσφορά στην κυβέρνηση.
Τα τραπεζικά στελέχη, με επικεφαλής τον πρόεδρο της Γκόλντμαν Σακς Γκάρι Κον (Gary D. Cohn), έφτασαν στη Αθήνα με ένα τραπεζικό παράγωγο που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να μεταθέσει τα ελλείμματα του συστήματος υγείας της στο απώτερο μέλλον, ακριβώς όπως οι υπόχρεοι στεγαστικών δανείων προχωρούν σε νέα δάνεια για να καλύψουν τις πιστωτικές τους κάρτες.
Η στρατηγική αυτή είχε αποδώσει στο παρελθόν. Σύμφωνα με πρόσωπα που η συγκεκριμένη συναλλαγή τούς είναι οικεία, το 2001, λίγο αφού η Ελλάδα έγινε δεκτή στην «οικονομική και νομισματική ενότητα» (ΟΝΕ), η Γκόλντμαν είχε βοηθήσει διακριτικά την κυβέρνηση να δανειστεί δισεκατομμύρια δολάρια. Η συμφωνία όμως δε δημοσιοποιήθηκε διότι θεωρήθηκε «συναλλαγματική συναλλαγή» και όχι δάνειο, κάτι που επέτρεψε στην Αθήνα «να πιάσει» τα όρια της Ευρώπης για το έλλειμμα, ενώ ταυτόχρονα συνέχισε να δανείζεται πέραν των δυνατοτήτων της.
Η Αθήνα δεν αποδέχτηκε μεν την πιο πρόσφατη πρόταση της Γκόλντμαν, αλλά με την Ελλάδα να βουλιάζει ολοένα υπό το βάρος του χρέους και των ελλειμμάτων της και με τους πλουσιότερους εταίρους της να υπόσχονται πως θα σπεύσουν προς βοήθειά της, οι συμφωνίες της τελευταίας δεκαετίας εγείρουν νέα ερωτήματα για το ρόλο της Ουολ Στριτ στο τελευταίο παγκόσμιο οικονομικό δράμα.
Όπως φαίνεται, τα τραπεζικά παράγωγα έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην διόγκωση του ελληνικού χρέους, όπως ακριβώς το έκαναν στην κρίση των ενυπόθηκων δανείων ή στην κατάρρευση της AIG. Τραπεζικά παράγωγα που δημιούργησε η Γκόλντμαν Σακς, η J-P Morgan και μια σειρά ακόμα από άλλες τράπεζες βοήθησαν τους πολιτικούς να καλύπτουν τον υπερβολικό δανεισμό της Ελλάδας, της Ιταλίας και πιθανότατα και άλλων κρατών.
Πραγματοποιώντας δεκάδες συμφωνίες στην Ευρώπη, οι τράπεζες πρόσφεραν στις κυβερνήσεις προκαταβολικά ρευστότητα, με αντάλλαγμα μελλοντικές κρατικές πληρωμές από αγαθά που δεν καταγράφονταν λογιστικά. Η Ελλάδα επί παραδείγματι παραχώρησε έτσι τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των αεροδρομίων της και τις εισπράξεις από λαχεία για τα πολλά επόμενα χρόνια.
Οι επικριτές αυτών των πρακτικών λένε πως καθώς αυτές οι συναλλαγές δεν καταγράφονται λογιστικά, παραπλανούν τους επενδυτές και τους ελεγκτές των δημοσιονομικών των κρατών ως προς το βάθος των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους των κρατών.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, σε ορισμένες από τις συμφωνίες αυτές δόθηκαν ονόματα εμπνευσμένα από την αρχαία ελληνική μυθολογία. Μία επί παραδείγματι ονομάστηκε «Αίολος», από το όνομα του θεού του ανέμου.
Η δημοσιονομική κρίση της Ελλάδας αντιπροσωπεύει την πλέον άμεση απειλή στο ευρωπαϊκό κοινό νόμισμα, το ευρώ, αλλά και στην απόπειρα της ηπείρου να πετύχει την οικονομική της ενοποίηση. Σύμφωνα πάντως με την τραπεζική ιδιόλεκτο, η χώρα είναι «πολύ μεγάλη για να χρεοκοπήσει». Η Ελλάδα χρωστάει σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο 220 δις ευρώ (300 δις δολάρια), και πολλές μεγάλες τράπεζες έχουν πιαστεί στα ελληνικά δίκτυα, διαθέτοντας μεγάλες ποσότητες ελληνικών χρεογράφων. Μια ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας θα είχε επιπτώσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Μια εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου οικονομικών δήλωσε πως η κυβέρνηση συναντήθηκε τους τελευταίους μήνες με πολλές τράπεζες, αλλά δε δεσμεύτηκε σε καμία συμφωνία. Σε κάθε αποπληρωμή του χρέους, συνέχισε, «καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια να υπάρχει διαφάνεια». Η Γκόλντμαν Σακς αρνήθηκε να σχολιάσει τις πληροφορίες μας.
Τα κατορθώματα της Wall Street στη Ευρώπη ελάχιστα έχουν απασχολήσει τα ΜΜΕ στην δυτική πλευρά του Ατλαντικού. Στην Ευρώπη όμως, έχουν σχολιαστεί αρνητικότατα στην Ελλάδα ή σε περιοδικά όπως το γερμανικό «Der Spiegel».
«Οι πολιτικοί απλά νοιάζονται να πετάξουν την "καυτή πατάτα" σε κάποιον άλλο, κι αν εμφανιστεί ένας τραπεζίτης με μια λύση που μεταθέτει κάποιο πρόβλημα στο μέλλον, μπαίνουν στον πειρασμό να αδράξουν την ευκαιρία», δήλωσε ο Γκίκας Χαρδούβελης, οικονομολόγος και πρώην κυβερνητικός αξιωματούχος, που συνέβαλε πρόσφατα στη συγγραφή μιας έκθεσης για τις λογιστικές πρακτικές των ελληνικών κυβερνήσεων.
Η Wall Street δε δημιούργησε το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ευρώπης. Αλλά οι τραπεζίτες βοήθησαν την Ελλάδα και άλλα κράτη να συνεχίζουν να δανείζονται πέραν των δυνατοτήτων τους, με συμφωνίες που κατά τα άλλα ήταν απολύτως νόμιμες. Ο δανεισμός των κυβερνήσεων προκειμένου να χρηματοδοτήσουν υπηρεσίες όπως η άμυνα ή η δημόσια υγεία είναι ένας τομέας λίγο-πολύ ανεξέλεγκτος. Η αγορά των κρατικών ελλειμμάτων (όπως αποκαλεί η Wall Street το δανεισμό σε κυβερνήσεις) είναι εξίσου αχαλίνωτη όσο και αχανής.
«Αν μια κυβέρνηση θέλει να εξαπατήσει, μπορεί να το κάνει» μας είπε ο Γκάρι Σινάζι (Garry Schinasi), ένας βετεράνος του τομέα ελέγχου των χρηματαγορών του «διεθνούς νομισματικού ταμείου» (ΔΝΤ), που αποστολή του είναι να διαγιγνώσκει τα τρωτά σημεία των παγκόσμιων χρηματαγορών.
Οι τράπεζες έσπευσαν με περισσή προθυμία να εκμεταλλευθούν μια πολύ επικερδή για τις ίδιες συμβιωτική σχέση με τις σπάταλες κυβερνήσεις. Αν και η Ελλάδα δεν συγκατένευσε στις προτάσεις της Γκόλντμαν Σακς το Νοέμβριο του 2009, σύμφωνα με αρκετά τραπεζικά στελέχη εξοικειωμένα με τη συμφωνία του 2001, η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη καταβάλει στην τράπεζα περί τα 300 εκατομμύρια δολάρια (220 εκατομμύρια ευρώ) ως αμοιβή για τη διαμεσολάβησή της σε εκείνη τη συμφωνία.
Η ύπαρξη παρομοίων παραγώγων, που εν πολλοίς παραμένουν κρυφά, προσθέτουν αβεβαιότητα ως προς το πραγματικό βάθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, αλλά και ως προς το ποιες ακριβώς χώρες μπορεί ακόμα να προσέφυγαν σε παρόμοιες μεθόδους προκειμένου να «φτιασιδώσουν» τους προϋπολογισμούς τους.
Το κύμα της αναξιοπιστίας κινείται τώρα προς άλλες οικονομικά ασταθείς χώρες της περιφέρειας της Ευρώπης, ακριβαίνοντας το δανεισμό κρατών όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Παρά τα πολλά πλεονεκτήματα της δημιουργίας ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, η γέννηση του ευρώ σημαδεύτηκε από ένα προπατορικό αμάρτημα: κράτη σαν την Ιταλία και την Ελλάδα εντάχθηκαν στη νομισματική ενότητα με χρέη πολύ μεγαλύτερα από ότι προέβλεπε η συνθήκη δημιουργίας του κοινού νομίσματος. Αντί όμως στη συνέχεια να περικόψουν τις δαπάνες και να αυξήσουν τα δημόσια έσοδά τους, οι κυβερνήσεις των κρατών αυτών προτίμησαν να εξωραΐζουν τεχνητά τα δημόσια οικονομικά τους, με την προσφυγή σε τραπεζικά παράγωγα.
Τα τραπεζικά παράγωγα δεν είναι πάντα κάτι αρνητικό. Η συμφωνία του 2001 π.χ. εμπεριείχε ένα παράγωγο γνωστό ως «
swap». Ένα τέτοιο παράγωγο, το λεγόμενο «συμφωνία σταθερού επιτοκίου» βοηθάει επιχειρήσεις και κυβερνήσεις να αντεπεξέρθουν με τις διακυμάνσεις στα επιτόκια δανεισμού, ανταλλάσσοντας δάνεια με σταθερό επιτόκιο σε δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο και αντιστρόφως. Ένας άλλος τύπος τέτοιων παραγώγων, τα λεγόμενα «
διασυναλλαγματικά» προστατεύουν τον αγοραστή τους από τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Αλλά με τη βοήθεια της J-P Morgan η Ιταλία πέτυχε πολύ περισσότερα από αυτά. Παρά τα ενδημικά της υψηλά ελλείμματα, το 1996 ένα «διασυναλλαγματικό» swap της τράπεζας επέτρεψε στην Ιταλία να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της, ουσιωδώς προσφέροντας επιπλέον ρευστότητα στην κυβέρνηση. Η Ιταλία πρόσφερε για αντάλλαγμα αμοιβές από υπηρεσίες που δεν καταγράφονταν στους κρατικούς ισολογισμούς.
«Τα παράγωγα είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο» λέει ο Γκουστάβο Πίγκα (Gustavo Piga), ένας καθηγητής οικονομικών που συνέταξε μια έκθεση με θέμα τις σχετικές πρακτικές της Ιταλίας για το «Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων» (CFR). «Γίνονται αρνητικά όταν χρησιμοποιούνται για να μασκαρεύεται η πραγματικότητα».
Στον τομέα αυτόν, η Ελλάδα αποδείχτηκε πολύ περισσότερο επινοητική. Οι κυβερνώντες τη χώρα ουσιαστικά «έβγαλαν στο σφυρί» τα αεροδρόμια και τις εθνικές οδούς της χώρας, υποθηκεύοντάς τα για ένα απροσδιόριστο μέλλον.
Η «Αίολος», μια νόμιμη επιχείρηση που στήθηκε το 2001, συνέβαλε στην εικονική σμίκρυνση του ελλείμματος εκείνης της χρονιάς. Ένα τμήμα της συμφωνίας προέβλεπε πως η χώρα θα κατέβαλε στις συμβαλλόμενες τράπεζες τις αμοιβές από τις προσγειώσεις των αεροσκαφών σε όλα τα αεροδρόμια της χώρας. Μια άλλη παρόμοια συμφωνία, το 2000, ονόματι «Αριάδνη», καταβρόχθισε τα ποσά που θα εισέπραττε η κυβέρνηση από το εθνικό λαχείο. Κι όμως η ελληνική κυβέρνηση κατέταξε αυτές τις συναλλαγές στις «πωλήσεις» και όχι στα «δάνειά» της, παρά τις αμφιβολίες που πρόβαλαν αρκετοί επικριτές των συμφωνιών.
Αυτού του είδους οι συναλλαγές ήταν επί χρόνια αμφιλεγόμενες ακόμα κι εντός των κυβερνητικών κύκλων. Ήδη το 2000, οι υπουργοί οικονομικών της Ευρώπης είχαν ζωηρή αντιπαράθεση για το αν παρόμοια παράγωγα έπρεπε να δημοσιοποιούνται. Η απάντηση ήταν αρνητική. Αλλά το 2002, οι κυβερνήσεις υποχρεώθηκαν να δημοσιοποιούν οντότητες σαν την «Αριάδνη» ή τον «Αίολο», που δεν εμφανίζονταν στα εθνικά δημοσιονομικά στοιχεία, και να τις εμφανίζουν πλέον ως «δανεισμό» και όχι ως «πώληση».
Πολύ πρόσφατα όμως, το 2008, η «Eurostat», η στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) ανέφερε πως «σε μια σειρά περιπτώσεων, οι μηχανισμοί ελέγχου έμοιαζαν να έχουν σχεδιαστεί ώστε να καταλήγουν σε ένα προαποφασισμένο λογιστικό αποτέλεσμα, άσχετο με την οικονομική φύση της επιχείρησης».
Αν και παρόμοιες λογιστικές ταχυδακτυλουργίες μπορεί να έχουν θετικά αποτελέσματα βραχυπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα μπορεί να αποδειχθούν καταστροφικές.
Ο Γιώργος Αλογοσκούφης, που έγινε υπουργός οικονομικών μετά από μια κυβερνητική αλλαγή μεταγενέστερη της συμφωνίας με την Γκόλντμαν, επέκρινε δημόσια τη συναλλαγή αυτή το 2005, από το βήμα του κοινοβουλίου. Όπως είχε επιχειρηματολογήσει τότε ο κ. Αλογοσκούφης, αυτή η συμφωνία θα επιβάρυνε τις δαπάνες του κράτους με μεγάλες συνεισφορές προς την Γκόλντμαν ως το 2019.
Η κ. Αλογοσκούφης, που παραιτήθηκε πριν από ένα περίπου χρόνο, δήλωσε σε ένα ηλεκτρονικό του μήνυμα που απέστειλε εδώ και μία εβδομάδα, πως η Γκόλντμαν στη συνέχεια αποδέχτηκε «να αποκαταστήσει σχέσεις καλής θέλησης με την ελληνική δημοκρατία» επαναδιαπραγματευόμενη μια νέα συμφωνία, που τη χαρακτηρίζει «επωφελέστερη για την Ελλάδα» από την προηγούμενη.
Σύμφωνα με δύο άτομα που συμμετείχαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή, το 2005, η Γκόλντμαν μεταπώλησε τα «διασυναλλαγματικά» swap της στην «εθνική τράπεζα», το μεγαλύτερο τραπεζικό οργανισμό της χώρας. Το 2008, η Γκόλντμαν παρείχε τεχνική συνδρομή στην τράπεζα ώστε να συμπεριλάβει το συγκεκριμένο swap σε μία νέα νόμιμη οντότητα, ονόματι «Τίτλος». Σύμφωνα όμως με την εταιρεία χρηματοοικονομικών ερευνών «ντιλότζικ», η «Εθνική Τράπεζα» χρησιμοποίησε τα ομόλογα που εξέδωσε η «Τίτλος» για να... δανειστεί κι άλλα ποσά, με προνομιακούς όρους από την «ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα» (ΕΚΤ).
Ο αντιπρόεδρος του αξιολογικού οίκου «Moody's» Έντουαρντ Μάντσεστερ (Edward Manchester), επισημαίνει πως μακροπρόθεσμα αυτές οι συμφωνίες θα αποδειχθούν επιζήμιες για την Ελλάδα, λόγω της μακράς διάρκειας των αποπληρωμών τους. Αναφερόμενος ειδικά στο swap «Τίτλος», δήλωσε: «αυτό το swap θα είναι μονίμως ζημιογόνο για την ελληνική κυβέρνηση».
*Οι Louise Story, Landon Thomas και Nelson Schwartz είναι συντάκτες και ανταποκριτές των «New York Times»